- ανακρούω
- (Α ἀνακρούω)νεοελλ.1. εκτελώ, παίζω«η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο»2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσωαρχ.1. σπρώχνω προς τα πίσω2. συγκρατώ, αναχαιτίζω«ἀνακρούω ἵππον χαλινῷ» (Ξεν.)3. ωθώ, απομακρύνω πλοίο από την ξηρά, την προκυμαία4. πετώ, εκτοξεύω«ἀνακρούω δίσκον»5. αρχίζω να παίζω κάποια μελωδία σε μουσικό όργανο, προανακρούω6. αρχίζω να εκφωνώ λόγο7. χτυπώ τα χέρια, χειροκροτώ μεσ. -ομαι8. (για πλοίο) κινούμαι προς τα πίσω9. αρχίζω να εκτελώ κάποια μελωδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κρούω.ΠΑΡ. ανάκρουσις(-η)αρχ.ἀνακρουστικόςνεοελλ.ανάκρουσμα].
Dictionary of Greek. 2013.